σφυροκόπος

σφυροκόπος
ο молотобоец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σφυροκόπος" в других словарях:

  • σφυροκόπος — ο / σφυροκόπος, ον, ΝΑ αυτός που κατεργάζεται μέταλλα με τη σφύρα, σφυρηλάτης αρχ. (το αρσ. ως κύριο όν.) Σφυροκόπος τίτλος έργου τού Σοφοκλέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • σφυροκόποις — σφυρόκοπος one who beats with the hammer masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυροκόπου — σφυρόκοπος one who beats with the hammer masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • σφυροκοπία — ἡ, ΜΑ [σφυροκόπος] σφυρηλασία …   Dictionary of Greek

  • σφυροκοπώ — σφυροκοπῶ, έω, ΝΑ [σφυροκόπος] χτυπώ με τη σφύρα, σφυρηλατώ νεοελλ. μτφ. καταφέρω συνεχή και βίαια πλήγματα εναντίον τού αντιπάλου («τα εχθρικά αεροπλάνα σφυροκοπούν τις θέσεις μας από το πρωί») …   Dictionary of Greek

  • σφυροκόπι — το, Ν το σφυροκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ / σφυροκόπος (βλ. και λ. κόπι)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεύς — έως, ο, ΝΜΑ, και χαρκεύς Α (λόγ. τ.) 1. χαλκουργός, χαλκιάς 2. (γενικά) σιδηρουργός, σιδεράς («καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου», ΠΔ) νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους ποτάμιων ιχθύων αρχ. 1. τεχνίτης που κατεργάζεται μέταλλα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»